ζηλώ — (AM ζηλῶ, όω, Α και δωρ. τ. ζαλῶ, έω) [ζήλος Ι] 1. με ζήλο και πόθο προσπαθώ να αποκτήσω κάτι 2. μιμούμαι με ζήλο και ζέση 3. φθονώ τα αγαθά τού άλλου, ζηλοφθονώ μσν. αρχ. 1. μακαρίζω, καλοτυχίζω («ζηλῶ σε τοῡ νοῡ», Σοφ.) 2. αποδίδω φιλοφρονήσεις … Dictionary of Greek
Ζήλω — Ζῆλος jealousy masc nom/voc/acc dual Ζῆλος jealousy masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλω — ζή̱λω , ζῆλος jealousy masc nom/voc/acc dual ζή̱λω , ζῆλος jealousy masc gen sg (doric aeolic) ζηλόω vie with pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ζηλόω vie with imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήλῳ — Ζῆλος jealousy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλῳ — ζή̱λῳ , ζῆλος jealousy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήλωι — Ζήλῳ , Ζῆλος jealousy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζήλωτος — η, ο (Α ἀζήλωτος, ον) αυτός που δεν τόν ζηλεύουν, ο μη αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζηλωτός < ζηλῶ] … Dictionary of Greek
αριζήλωτος — ἀριζήλωτος, ον (AM) και ζήλητος (Μ) αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»] … Dictionary of Greek
ευγλωττία — η (ΑΜ εὐγλωττία και εὐγλωσσία) [εύγλωττος] η ευχέρεια τού λόγου, η ευφράδεια («ζηλῶ σε τῆς εὐγλωττίας», Αριστοφ.) αρχ. γλυκό κελάιδισμα … Dictionary of Greek
ευζήλωτος — εὐζήλωτος, ον (Μ) 1. αυτός που διαπνέεται από μεγάλο ζήλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐζήλωτον θερμός ζήλος, μεγάλος ενθουσιασμός. επίρρ... εὐζηλώτως με ζήλο, με ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζηλωτός (< ζηλώ)] … Dictionary of Greek